χρυσόχρους

From LSJ
Revision as of 12:41, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur d'or.
Étymologie: χρυσός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν, και χρυσόχροος, -ον, ΜΑ
χρυσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. χαλκό-χρους].

Middle Liddell

χρῡσό-χρους, ουν,
gold-coloured, Anth.