κυμινοδόχη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοδόχη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον, θήκη για κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχη, κυσοδόχη].
Full diacritics: κυμινοδόχη | Medium diacritics: κυμινοδόχη | Low diacritics: κυμινοδόχη | Capitals: ΚΥΜΙΝΟΔΟΧΗ |
Transliteration A: kyminodóchē | Transliteration B: kyminodochē | Transliteration C: kyminodochi | Beta Code: kuminodo/xh |
ἡ, = κυμινοδόκον.
κυμινοδόχη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον, θήκη για κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχη, κυσοδόχη].