εὐτείχιστος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, well-fortified, f.l. for ἀτ-, Plb.3.90.8.
Russian (Dvoretsky)
εὐτείχιστος: Polyb., Diod. = εὐτείχεος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτείχιστος: -ον, καλῶς τετειχισμένος, Πολύβ. 3. 90, 8, ἀμφίβ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐτείχιστος, -ον)
ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός
νεοελλ.
αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, θαλασσοτείχιστος].