κενταύρειον
From LSJ
English (LSJ)
or κενοφών-ιον, centaury, Centaurea salonitana, Thphr.HP 3.3.6, Diocl.Fr.83.al., POxy.1088.59; κ. τὸ μέγα Dsc.3.6; but κ. τὸ μικρόν feverfew, Erythraea Centaurium, ib.7: κενταυρίη, Hp.Morb. 2.59.
Greek (Liddell-Scott)
κενταύρειον: τό, ἴδε κενταύριον.
Greek Monolingual
κενταύρειον, τὸ (Α)
βλ. κενταύριον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενταύρειον -ου, τό, ook κενταύριον [κένταυρος] duizendguldenkruid.