παλίρροιβδος

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροιβδος Medium diacritics: παλίρροιβδος Low diacritics: παλίρροιβδος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΙΒΔΟΣ
Transliteration A: palírroibdos Transliteration B: palirroibdos Transliteration C: palirroivdos Beta Code: pali/rroibdos

English (LSJ)

ον, dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. πᾰλίρ-ροιζος).

Greek (Liddell-Scott)

παλίρροιβδος: -ον, ὁ ὁρμῶν ὀπίσω μετὰ ῥοίβδου, μετὰ μεγάλης βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.

Greek Monolingual

παλίρροιβδος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»].