ἀντιφορτίζομαι
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monotonic
ἀντιφορτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε Δημ.
II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Mid. to take in a return cargo, Dem.
II. to import in exchange for exports, Xen.: also as Pass., to be received in exchange for the cargo, Xen.