θορυβοποιός

Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

όν, making an uproar, turbulent, πλῆθος Plu. Mar.28.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm machend, Unruhe anstiftend, aufrührerisch, Plut. Phoc. 16 Mar. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.
Étymologie: θόρυβος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβοποιός:
1) шумливый, беспокойный (πλῆθος Plut.);
2) сеющий смуту, мятежный (θ. καὶ νεωτεριστής Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβοποιός: -όν, ὁ ποιῶν θόρυβον, ταραχώδης, Πλούτ. ἐν Μαρ. 28.

Greek Monolingual

-ό (Α θορυβοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

θορῠβοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που προκαλεί, δημιουργεί θόρυβο ή ταραχή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

θορῠβο-ποιός, όν ποιέω
making an uproar, Plut.