μυρτόχειλα
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
τά, labia majora of the vagina, labia majora, labia majora pudendorum, Ruf. Onom. 112; — also μυρτοχειλίδες, αἱ, Poll. 2.174.
German (Pape)
[Seite 222] τά, = Folgdm, sp. Medic.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
labia majora pudendorum LSJ.
Étymologie: μύρτον, χεῖλος.
Greek Monolingual
μυρτόχειλα, τὰ (Α)
τα μεγάλα χείλη του γυναικείου αιδοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος «γυναικείο αιδοίο» + χεῖλος.