ἀμίμητος

From LSJ
Revision as of 17:23, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμίμητος Medium diacritics: ἀμίμητος Low diacritics: αμίμητος Capitals: ΑΜΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: amímētos Transliteration B: amimētos Transliteration C: amimitos Beta Code: a)mi/mhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, A inimitable, χάριτες AP5.107 (Crin.); τινί in thing, Plu.Per.13, etc. Adv. -τως, of inferior imitation, opp. μιμητι κῶς, Arist.Po.1460b32; superlatively, Plu.Nic.1. II not imitated, Id.2.53d.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no imitado φωνή Plu.2.51c, οὐδέν Plu.2.53d, cf. 2.59b.
2 inimitable de personas Ἀννίβας Plb.3.47.7, Ἀντώνιος OGI 195.2 (I a.C.), Χάριτες AP 9.239 (Crin.), cf. 5.108 (Crin.), σύμβιος IUrb.Rom.306
de abstr. y cosas πολιτεία Plu.Lyc.31, ὁ δ' (Ἀλέξανδρος) Ἀπελλοῦ el retrato de Alejandro hecho por Apeles Plu.2.335a, ἀ. θεωρία espectáculo inimitable Aristeas 67, μίτρα Aristeas 98, τὸ ἀ. ἐκεῖνο τοῦ Ἡροδότου Longin.28.4, cf. 34.2, νῖκος Poet.de herb.81, διάθεσις POxy.2731.5 (IV/V a.C.), καλοκαγαθία PGen.55.5 (IV a.C.), τέχνη Nonn.D.29.200
c. dat. propio difícil, imposible de imitar por o para τῇ ψυχῇ Arist.Pr.951a6, Ἀλκιβιάδῃ Plu.Alc.23
c. dat. instrum. inimitable en cuanto a ταῖς τέχναις Aristeas 72, μορφῇ ... καὶ χάριτι Plu.Per.13, τρόποισιν IG 12(5).65 (Naxos III a.C.).
II subst. amimetum cierto medicamento para los ojos, CIL 12.5691.8.
III adv.
1 de manera inimitable ἐξενήνοχε Plu.Nic.1.
2 de manera inexacta ἔγραψεν Arist.Po.1460b32.

German (Pape)

[Seite 125] unnachahmlich, Plut. öfter, z. B. Alc. 23; adv., Nic. 1; χάριτες Crinag. 14. 41 (IX, 239. V, 108).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inimitable;
2 non imité.
Étymologie: , μιμέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμίμητος: (ῑ)
1 неподражаемый Plut., Anth.;
2 не нашедший подражателей: οὐδὲν ἀπολείπειν ἀμίμητον Plut. подражать решительно всему.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμίμητος: [ῑ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ χάριτες Ἀνθ. Π. 5. 108· τινὶ ἔν τινι, ὡς πρός τι, Πλουτ. Περικλ. 13 κτλ. - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Νικ. 1: ἀμιμήτως ἔγραψεν Ἀριστ. Ποιητ. 25. 10 (κατὰ τὰ χειρόγρ. καὶ τὰς νεωτέρ. ἐκδ.). ΙΙ, ὃν δὲν ἐμιμήθη τις, Πλούτ. 2. 53D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος.

Greek Monotonic

ἀμίμητος: [ῑ], -ον (μιμέομαι), απαράμιλλος, αμίμητος, μοναδικός, σε Ανθ.· τινι, σε κάτι, σε Πλούτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.

Middle Liddell

μιμέομαι
inimitable, Anth.; τινί in a thing, Plut.:—adv. -τως, Anth.