στυγνότης
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ητος, ἡ, gloominess, sullenness, Alex.197, Plb.3.20.3; βλέμματος Plu.Mar.43; of the sky, Plb.4.21.1.
German (Pape)
[Seite 958] ητος, ἡ, Betrübniß, καὶ πένθ ος, Plut. Thes. 20; τοῦ βλέμματος, Mar. 43, das traurige, unfreundliche Aussehen, z. B. des Senats in Rom, Pol. 3, 20, 3; des Klimas, τοῦ περιέχοντος, 4, 21, 1; eines unbebau'ten Landes, Jac. Philostr. imagg. 723.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
tristesse.
Étymologie: στυγνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυγνότης -ητος, ἡ [στυγνός] somberheid, norsheid.
Russian (Dvoretsky)
στυγνότης: ητος ἡ угрюмость, мрачность (τοῦ βλέμματος Plut.): ἡ τοῦ περιέχοντος σ. Polyb. суровость климата.
Greek Monotonic
στυγνότης: -ητος, ἡ, μελαγχολία, κατήφεια, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνότης: -ητος, ἡ, κατήφεια, σκυθρωπότης, Λατ. tristitia, Ἄλεξις ἐν «Πυθαγοριζούσῃ» 3· βλέμματος Πλουτ. Μάρ. 43· ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Πολύβ. 4. 21, 1· πρβλ. στυγνάζω.
Middle Liddell
στυγνότης, ητος, ἡ,
gloominess, sullenness, Plut.