πολυκέρδεια

From LSJ
Revision as of 23:43, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέρδεια Medium diacritics: πολυκέρδεια Low diacritics: πολυκέρδεια Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΕΙΑ
Transliteration A: polykérdeia Transliteration B: polykerdeia Transliteration C: polykerdeia Beta Code: poluke/rdeia

English (LSJ)

ἡ, great craft, πολυκερδείησιν Od.23.77,24.167; πολῠ-κερδία is v.l. in Adam.Phgn.2.37.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, große Schlauheit, List, im plur., Od. 24, 167.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκέρδεια -ας, ἡ [πολυκερδής] gewiekstheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυκέρδεια: ион. πολυκερδείη ἡ тонкая хитрость: πολυκερδείῃσιν Hom. с помощью хитроумнейших уловок.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν Ὀδ. Ω. 167.

Greek Monolingual

και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ πολυκερδής
η ιδιότητα του πολυκερδούς
αρχ.
η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πολῠκέρδεια, ἡ,
great craft, πολυκερδείῃσιν Od. [from πολῠκερδής]