περίττωσις
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Attic for περίσσωσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίττωσις -εως, ἡ, Ion. περίσσωσις [περιττός] overvloed.
German (Pape)
att. = περίσσωσις.