στηθοειδής
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ές, rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στηθοειδής -ές [στῆθος, εἶδος] borstvormig.