κακοτεχνής

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνής Medium diacritics: κακοτεχνής Low diacritics: κακοτεχνής Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kakotechnḗs Transliteration B: kakotechnēs Transliteration C: kakotechnis Beta Code: kakotexnh/s

English (LSJ)

ές, = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]