πάμφθαρτος

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφθαρτος Medium diacritics: πάμφθαρτος Low diacritics: πάμφθαρτος Capitals: ΠΑΜΦΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pámphthartos Transliteration B: pamphthartos Transliteration C: pamfthartos Beta Code: pa/mfqartos

English (LSJ)

ον, all-destroying, μόρος A.Ch.296.

German (Pape)

[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφθαρτος -ον [πᾶς, φθείρω] allesvernietigend.

Russian (Dvoretsky)

πάμφθαρτος: всеистребляющий, губительный (μόρος Aesch.).

Greek Monolingual

πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].

Greek Monotonic

πάμφθαρτος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.

Middle Liddell

πάμ-φθαρτος, ον, φθείρω
all-destroying, Aesch.