γυναιμανής

From LSJ
Revision as of 13:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνής Medium diacritics: γυναιμανής Low diacritics: γυναιμανής Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaimanḗs Transliteration B: gynaimanēs Transliteration C: gynaimanis Beta Code: gunaimanh/s

English (LSJ)

ές, A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late Ep. γυναιμανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al. II making women mad, Hsch.

Spanish (DGE)

(γῠναιμᾰνής) -ές
• Alolema(s): γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.
1 que enloquece por las mujeres, mujeriego, donjuán Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γ. Il.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.Fr.8.23, Triph.613, Nonn.D.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.NA 15.14
fig. ἦτορ Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.D.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.
2 que enloquece a las mujeres, seductor Dioniso h.Hom.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γυναικομανής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.

Russian (Dvoretsky)

γῠναιμᾰνής: Hom. = γυναικομανής.

English (Autenrieth)

(μαίνομαι): womanmad; Paris, Il. 3.39. (Il.)

Greek Monolingual

γυναιμανής, -ές (Α)
ο γυναικομανής.

Greek Monotonic

γῠναιμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανία με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναιμᾰνής: ές,= γυναικομανής, Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις μετοχή, Κ. Σμ. 1. 735.

Middle Liddell

μαίνομαι
mad for women, Il.