στερεωπός
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Full diacritics: στερεωπός | Medium diacritics: στερεωπός | Low diacritics: στερεωπός | Capitals: ΣΤΕΡΕΩΠΟΣ |
Transliteration A: stereōpós | Transliteration B: stereōpos | Transliteration C: stereopos | Beta Code: sterewpo/s |
ή, όν, solid, Emp.21.6.
-ή, -όν, Α
βλ. στερωπός.
στερεωπός -ή -όν [στερεός, ὤψ] vast, met een vaste vorm.