πολύκρημνος

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρημνος Medium diacritics: πολύκρημνος Low diacritics: πολύκρημνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: polýkrēmnos Transliteration B: polykrēmnos Transliteration C: polykrimnos Beta Code: polu/krhmnos

English (LSJ)

ον, with many steeps or mountains, χθών B.1.11, cf. Call.Fr.477.

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen steilen Abhängen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρημνος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, δύσβατος, ὀρεινός, Φώτ., Ἡσύχ. (πολύκνημος Schm.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύ-κρημνος, υψί-κρημνος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκρημνος -ον [πολύς, κρημνός] zeer bergachtig.