στροφέω

From LSJ
Revision as of 16:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφέω Medium diacritics: στροφέω Low diacritics: στροφέω Capitals: ΣΤΡΟΦΕΩ
Transliteration A: strophéō Transliteration B: stropheō Transliteration C: strofeo Beta Code: strofe/w

English (LSJ)

cause the colic (cf. στρόφος ΙΙ), Ar.Pax 175.

German (Pape)

[Seite 956] = στρέφω, trans. und intrans., – bes. Leibschneiden haben, στροφεῖ τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, Ar. Pax 175.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. tourner, rouler;
2 avoir des coliques, des tranchées.
Étymologie: στροφή.

Russian (Dvoretsky)

στροφέω:
1 στρόφος 5] страдать резями в животе Arph.;
2 Arph. v.l. = στρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

στροφέω: ἔχω πόνους κατὰ τὴν γαστέρα, κωλικόπονον (ἴδε στρόφος ΙΙ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 175.

Greek Monotonic

στροφέω: μέλ. -ήσω, υποφέρω από κολικό του εντέρου (βλ. στρόφος II), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στροφέω, fut. -ήσω
to have the colic (v. στρόφος II), Ar.