χρυσίδιον
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
[σῑ], τό, Dim. of χρυσίον,
A a small piece of gold, used in contempt, ἀργυρίδιον καὶ χ. τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες lsoc.13.4, cf. D.27.15; a small sum of money, Plu.Cleom.38.
2 Dim. of χρυσίς 1, IG12.369.10 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1380] τό, dim. von χρυσίον, ein kleines Stückchen Gold, Isae. 2, 9 Isocr. 13, 4 Dem. 27, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 petite pièce d'or;
2 petite somme d'argent.
Étymologie: χρυσός.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσίδιον: τό
1 золотая монетка Isocr.;
2 мелкие золотые украшения Dem.;
3 небольшая сумма денег (χ. οὐ πολύ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίδιον: [σῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ χρυσίον, μικρὸν νόμισμα χρυσοῦν, Ἰσοκρ. 291Ε, Δημ. 818. 13· μικρὸν ποσὸν χρημάτων, Πλουτ. Κλεομ. 38.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(υποκορ. του χρυσίον)
1. μικρό χρυσό νόμισμα
2. μικρό χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-ίδιον)].
Greek Monotonic
χρῡσίδιον: [σῑ], τό, υποκορ. του χρυσίον, μικρό κομμάτι χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ.
Middle Liddell
χρῡσ¯ίδιον, ου, τό, [Dim. of χρυσίον
a small piece of gold, Isocr., Dem.