λιθοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 14:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκέφᾰλος Medium diacritics: λιθοκέφαλος Low diacritics: λιθοκέφαλος Capitals: ΛΙΘΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: lithoképhalos Transliteration B: lithokephalos Transliteration C: lithokefalos Beta Code: liqoke/falos

English (LSJ)

ον, with a stone in its head, χρέμυς Arist.Fr.294.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem, hartem Kopfe, Fische, Arist. bei Ath. VII, 305 d.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκέφᾰλος: с твердой как камень головой (sc. ἰχθύς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, χρέμυς Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.

Greek Monolingual

λιθοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλιλιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος, κυνοκέφαλος.