σκληρόγεως

From LSJ
Revision as of 11:01, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόγεως Medium diacritics: σκληρόγεως Low diacritics: σκληρόγεως Capitals: ΣΚΛΗΡΟΓΕΩΣ
Transliteration A: sklērógeōs Transliteration B: sklērogeōs Transliteration C: sklirogeos Beta Code: sklhro/gews

English (LSJ)

ων, with a hard soil, ἡ σ. (sc. γῆ) Thphr. Fr. 30.

German (Pape)

[Seite 900] von, mit hartem, festem Boden, von, mit harter Erde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόγεως: -ων, ὁ ἔχων σκληρὰν γῆν, σκληρὸν ἔδαφος, χῶμα· ἡ σκληρ. (ἐξυπακ. γῆ) Φίλων 2. 619.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει σκληρό, στερεό έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -γεω (βλ. λ. γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως].