ἐπαναρρίπτω

From LSJ
Revision as of 15:18, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναρρίπτω Medium diacritics: ἐπαναρρίπτω Low diacritics: επαναρρίπτω Capitals: ΕΠΑΝΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: epanarríptō Transliteration B: epanarriptō Transliteration C: epanarripto Beta Code: e)panarri/ptw

English (LSJ)

or ἐπανα-έω, throw up in the air: seeminglyintr. (sc. ἑαυτόν), spring high in the air, X.Cyn. 5.4.

French (Bailly abrégé)

lancer en l'air.
Étymologie: ἐπί, ἀναρρίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναρρίπτω: ἢ -έω, ἀναρρίπτω εἰς τὸν ἀέρα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμαυτόν), πηδῶ, τινάσσομαι ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, περὶ λαγῶν, χαίροντες γὰρ τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰ διαιροῦσιν ἀντιπαίζοντες Ξενοφ. Κυν. 5, 4.

Greek Monolingual

ἐπαναρρίπτω και ἀναρριπτῶ, -έω (Α)
1. ενεργ. ρίχνω κάτι ψηλά, στον αέρα
2. (αμτβ.) (κυρίως για λαγούς) τινάζομαι ψηλά, στον αέρα.

Greek Monotonic

ἐπαναρρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω στον αέρα, αμτβ., (ενν. το ἑαυτόν), εκτινάζομαι, πηδώ ψηλά στον αέρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to throw up in the air: intr. (sub. ἑαυτόν) to spring high in the air, Xen.