ἰξοβόρος

From LSJ
Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοβόρος Medium diacritics: ἰξοβόρος Low diacritics: ιξοβόρος Capitals: ΙΞΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: ixobóros Transliteration B: ixoboros Transliteration C: iksovoros Beta Code: i)cobo/ros

English (LSJ)

ον, (βορά) ἡ ἰξοβόρος (sc. κίχλη) missel-thrush, Turdus viscivorus, Arist.HA617a18; cf. ἰξοφάγος.

German (Pape)

[Seite 1255] Mistelbeeren fressend, ὁ, eine Drosselart, Arist. H. A. 9, 20.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοβόρος: ὁ предполож. дрозд-рябинник (Turdus viscivorus) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ τρώγων τὸν καρπὸν τοῦ ἰξοῦ, ἡ ἰξοβόρος (δηλ. κίχλη), Turdus viscivorus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20. ἔνθα ὁ Ἀθήν. 64 ἰξοφάγος.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰξοβόρος, -ον)
νεοελλ.
πτηνό της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες
αρχ.
1. αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ.ἰξοβόρος
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμοβόρος, σαρκοβόρος].