ἰξοφάγος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,= ἰξοβόρος, Ath.2.65a.
German (Pape)
[Seite 1255] = ἰξοβόρος, Arist. bei Ath. II, 65 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοφάγος: -ον, ἴδε ἰξοβόρος.
Greek Monolingual
ἰξοφάγος, -ον (Α)
ιξοβόρος, αυτός που τρώει τον ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φάγος (< θ. φαγ- του ἔ-φαγ-ον που χρησιμεύει ως αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτοφάγος.