ἡμίβραχυς
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
εια, υ, in prosody, half of a short, ἡμιβράχεια (sc. προσῳδία) Sch.D.T.p.207 H.: pl., ἡμιβράχεα, τά, ib.p.208 H.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβρᾰχυς: υ, κατὰ τὸ ἥμισυ βραχύς, Α. Β. 824.
German (Pape)
εια, υ, halb kurz, Schol. Dion. Th. in B.A. 824.25.