θυλακίσκος

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίσκος Medium diacritics: θυλακίσκος Low diacritics: θυλακίσκος Capitals: ΘΥΛΑΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: thylakískos Transliteration B: thylakiskos Transliteration C: thylakiskos Beta Code: qulaki/skos

English (LSJ)

ὁ,= A θυλάκιον 1, bread-basket, Ar.Fr.545, Crates Com.14. II = θυλάκιον ΙΙ, Dsc.2.106.

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.

Greek Monolingual

θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, οβελίσκος)].

German (Pape)

[ῡ], ὁ, dim. zu θύλακος, bes. Brotsack, Ar. bei Poll. 10.151; Crates Ath. VI.267f.