νηματώδης

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτώδης Medium diacritics: νηματώδης Low diacritics: νηματώδης Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nēmatṓdēs Transliteration B: nēmatōdēs Transliteration C: nimatodis Beta Code: nhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.

German (Pape)

wie Gespinnst, Plut. Def. orac. 43.