μῶκος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ὁ, mockery, Anon. ap. Ath.5.187a, Simp.in Epict.p.58 D.(pl.); cj. in Epich.148.
German (Pape)
[Seite 225] ὁ, Spott, Hohn, bes. durch Nachäffung, Ath. V, 187 a u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moquerie.
Étymologie: DELG pas d'étym. pour ce mot qui n’apparaît qu’à l'ép. hellénistique.
Greek (Liddell-Scott)
μῶκος: ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 187Α, Σιμπλίκ.
Greek Monolingual
μῶκος, ὁ (Α)
χλευασμός με μορφασμό του προσώπου, εμπαιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μωκός, με αναβιβασμό του τόνου (βλ. και μωκῶμαι)].