γυναικηρός

From LSJ
Revision as of 15:50, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικηρός Medium diacritics: γυναικηρός Low diacritics: γυναικηρός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΗΡΟΣ
Transliteration A: gynaikērós Transliteration B: gynaikēros Transliteration C: gynaikiros Beta Code: gunaikhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
afeminado s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.PS 55.

German (Pape)

[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικηρός: ά, όν,=γυναικεῖος, Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, ἔνθα ὁ Meineke ἄνευ ἀνάγκης εἰκάζει γυναικισμός· γυναικηρὸς τρόπος ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, ἴσως ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.