ῥιπτός
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ή, όν, thrown, cast, hurled, ῥ. μόρος death by throwing down (a precipice), S.Tr. 357.
German (Pape)
[Seite 845] adj. verb. von ῥίπ τω, geworfen, geschleudert, Soph. Tr. 356, μόρος, der Tod des Heruntergeschleuderten.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
jeté, lancé : μόρος SOPH mort d'un homme qu’on lance (du haut d'un rocher).
Étymologie: adj. verb. de ῥίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥιπτός: [adj. verb. к ῥίπτω (с)брошенный: ὁ ῥ. Ἰφίτου μόρος Soph. смерть Ифита, сброшенного (Гераклом) со стен города.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥιπτέω, ὁ διὰ καταρρίψεως, οὐδ’ ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου μόρος Σοφ. Τρ. 357.
Greek Monotonic
ῥιπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ῥιπτέω, ριγμένος, πεταγμένος· ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου μόρος, θάνατος του Ιφίτου από κατάρριψη, από κατακρήμνιση, σε Σοφ.
Middle Liddell
ῥιπτός, ή, όν verb. adj. of ῥίπτω
thrown, ῥ. μόρος death by being thrown down (a precipice), Soph.