κωλυτός
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ή, όν, to be hindered, Arr.Epict.2.5.8, al.; ὑπό τινος ib.1.17.27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu'il faut empêcher.
Étymologie: adj. verb. de κωλύω.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ἐμποδίσῃ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 8, κτλ.· ὑπό τινος 1. 17, 27.
Greek Monolingual
κωλυτός, -ή, -όν (Α) κωλύω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εμποδίσει.