αἰσχρουργός

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρουργός Medium diacritics: αἰσχρουργός Low diacritics: αισχρουργός Capitals: ΑΙΣΧΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: aischrourgós Transliteration B: aischrourgos Transliteration C: aischrourgos Beta Code: ai)sxrourgo/s

English (LSJ)

όν, obscene, Gal.12.249. Adv., Sup., D.C.79.3.

Spanish (DGE)

-όν
felador κοπροφάγος ... ἢ αἰσχρουργὸς ἢ κίναιδος Gal.12.249
indecente ἐς ... τἆλλα πάντα καὶ αἰσχρουργότατα ... ἐξοκείλας D.C.79.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργός: -όν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ αἰσχροεργός, ἀναισχύντως ζῶν, αἰσχρὰ πράττων, Γαλην. 9. 274.

Greek Monolingual

-όν (Α αἰσχρουργός)
αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης
μσν.
(για πράξεις) ανήθικος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -εργὸς < ἔργον.
ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ].

German (Pape)

Schändliches tuend, Sp., wie DL. 7.187.