ἀναμηρύομαι
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
wind up, draw back, as a thread, Plu.2.978d.
Spanish (DGE)
I enrollar atrayendo hacia sí de la sepia, Plu.2.978d.
II 1recapitular τῆς προφητείας τὸν σκοπόν Cyr.Al.M.71.109D.
2 repetir ἕκαστα τῶν ἤδη προειρημένων Cyr.Al.M.73.413B.
German (Pape)
[Seite 198] wie einen Faden aufwickeln, zurückziehen, Plut. Sol. an. 27.
French (Bailly abrégé)
amener à soi en pelotonnant.
Étymologie: ἀνά, μηρύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμηρύομαι: наматывая вытягивать, вытаскивать (τι τῶν ἰχθυδίων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμηρύομαι: ἀποθ., περιτυλίσσω, ἀνασύρω, ὡς ἐπὶ κλωστῆς, Πλούτ. 2. 978D.
Greek Monolingual
ἀναμηρύομαι (ΑΜ)
1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.)
2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω
3. επαναλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»].