περιτρίβω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ῑ], A rub or wear away all round, -τρίψας ὁ χρόνος [τὸ ἄγαλμα] Philostr.Her.2.1, cf. Im.1.23 (Pass.); πτερὰ περιτετριμμένα battered, Arist.HA627a13; κόγχος ἅλμη… περιτρῐβείς (aor. 2 Pass.) Lyc.790: metaph., περιτετριμμένοι 'old hands', Arr.Epict.2.6.5. II smear, τί τινι Nonn. D.6.190,41.110.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abreiben, περιτριβείς Lycophr. 790.
French (Bailly abrégé)
frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.
Étymologie: περί, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
περιτρίβω: (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).
Greek (Liddell-Scott)
περιτρίβω: μέλλ. -ψω, τρίβω ὁλόγυρα ἢ φθείρω, ὁ χρόνος π. τὸ ἄγαλμα Φιλόστρ. 673, πρβλ. 797· πτερὰ περιτετριμμένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40. 50· κόγχος ἅλμῃ... περιτριβεὶς (μετοχ. ἀορ. β΄ παθ.) Λυκόφρ. 790.
Greek Monolingual
ΜΑ
τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.)
μσν.
τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.)
αρχ.
1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ περιτετριμμένοι
τα περιτρίμματα.