διομαλύνω

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομᾰλύνω Medium diacritics: διομαλύνω Low diacritics: διομαλύνω Capitals: ΔΙΟΜΑΛΥΝΩ
Transliteration A: diomalýnō Transliteration B: diomalynō Transliteration C: diomalyno Beta Code: diomalu/nw

English (LSJ)

distribute evenly, Plu.2.130d.

Spanish (DGE)

hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.

French (Bailly abrégé)

égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.

German (Pape)

durch und durch gleichmäßig machen; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.

Russian (Dvoretsky)

διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.

Greek Monolingual

διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.