αἰπολικός
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ή, όν, of or for goatherds, θάημα Theoc.1.56; τρύπανον Call.Fr.412; σύριγγες AP12.128 (Mel.), cf. 9.217 (Muc. Scaev.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio del cabrero, de cabrero de cosas θάημα Theoc.1.56, τρύπανον Call.Fr.689, χείρ AP 9.217 (Muc.Scaeu.), σύριγγες AP 12.128 (Mel.), ἀφθονία Longus 3.18.3
•de pers. que guarda cabras Νύμφαι Orph.H.51.12
•subst. ὁ αἰ. cabrero de Polifemo, Posidipp.Epigr.Fr.Pap.3.35.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de chevrier.
Étymologie: αἰπόλος.
German (Pape)
ziegenhirtlich, σύριγγες Mel. 27 (XII.128); sp.D.
Russian (Dvoretsky)
αἰπολικός: пастушеский (σύριγγες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος αἰπόλῳ, Ἀνθ. Π. 12. 128, πρβλ. 9. 217.
Greek Monotonic
αἰπολικός: -ή, -όν (αἰπόλος), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για αιγοβοσκός σε Ανθ.
Middle Liddell
αἰπόλος
of or for goatherds, Anth.