βοωτέω
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
plough, Hes.Op.391.
Spanish (DGE)
conducir bueyes, e.d. labrar la tierra σπείρειν ... βοωτεῖν ... ἀμάειν Hes.Op.391.
German (Pape)
[Seite 460] pflügen, Hes. O. 389.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
labourer.
Étymologie: βοώτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοωτέω βοώτης ploegen (met ossen).
Russian (Dvoretsky)
βοωτέω: пахать Hes.
Greek Monotonic
βοωτέω: οργώνω, καλλιεργώ το χωράφι, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
βοωτέω: ἀροτριῶ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 389.