δύσκωφος
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
ον, hard of hearing, Hp.Coac.193, Arist. Insomn.459b21, LXX Ex.4.11, Str.14.2.21; τὸ τοῦ γήρως δ. Plu.2.13e.
Spanish (DGE)
-ον
duro de oído, que oye con dificultad Hp.Coac.193, γίνονται ... ἀπὸ τῶν μεγάλων ψόφων δύσκωφοι Arist.Insomn.459b21, πάντας ... ἀπελθεῖν ... πλὴν ἑνὸς δυσκώφου Str.14.2.21, cf. LXX Ex.4.11, γραῖα AP 11.74, cf. 251 (ambos Nicharch.), τοὺς ὑποκώφους, εἴτε δυσκώφους εἴτε δυσηκόους ἐθέλοι τις ὀνομάζειν Gal.12.650, cf. Vett.Val.105.33
•neutr. subst. τὸ τοῦ γήρως ... δ. Plu.2.13e.
German (Pape)
[Seite 683] sehr taub; Bass. 3 (XI, 74); Arist. insomn. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sourd.
Étymologie: δυσ-, κωφός.
Russian (Dvoretsky)
δύσκωφος: совершенно глухой Arst., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκωφος: -ον, παραπολὺ κωφός, Ἱππ. 149Ε, Ἀριστ. π. Ὀνείρ. 2. 6,
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δύσκωφος: -ον, ολότελα κουφός, θεόκουφος.