καταλωφάω

From LSJ
Revision as of 23:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλωφάω Medium diacritics: καταλωφάω Low diacritics: καταλωφάω Capitals: ΚΑΤΑΛΩΦΑΩ
Transliteration A: katalōpháō Transliteration B: katalōphaō Transliteration C: katalofao Beta Code: katalwfa/w

English (LSJ)

Ion. καταλωφέω, A rest from a thing, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od.9.459. II trans., give rest from, κούρην δ' ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος A.R.3.616.

German (Pape)

[Seite 1362] u. -λωφέω, aufhören lassen, beruhigen; κούρην δ' ἐξ ἀχέων ἀδινὸς κατελώφεεν ὕπνος Ap. Rh. 3, 616; – intr., aufhören, ausruhen, in tmesi, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od. 9, 460.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
reposer de.
Étymologie: κατά, λωφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λωφάω uitrusten:. κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν en mijn hart zal bijkomen van de ellende Od. 9.459 (tmesis).

Russian (Dvoretsky)

καταλωφάω: отдыхать, получать отдых, т. е. освобождаться (κακῶν Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

καταλωφάω: Ἰων. ― -έω, ἀναπαύομαι, ἀναπνέω, ἀνακουφίζομαι ἀπό τινος, κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Ὀδύσ. Ι. 460. ΙΙ. μεταβ., παρέχω ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, κούρην δ’ ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 616.

Greek Monotonic

καταλωφάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω
to rest from a thing, c. gen., Od.