κυκλοφορητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, moving in a circle, circular, οὐσία Ph.1.514; τρόπος Dam.Pr.23; σῶμα Thphr.Fr.35, Iamb.Myst.5.4. Adv. κυκλοφορητικῶς = with circular motion, with circular movement S.E.M.10.58.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se meut circulairement.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
German (Pape)
ή, όν, sich im Kreise bewegend; Heraclid. allegor. 23, Plut. und andere Spätere, auch adv.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορητικός: круговой, описывающий круг (κίνησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορητικός: -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, κυκλικός, κίνησις Πλούτ. 2. 1004G· οὐσία Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
Greek Monolingual
κυκλοφορητικός, -ή, -όν (Α) κυκλοφορώ
αυτός που κινείται σε κύκλο.
επίρρ...
κυκλοφορητικῶς (Α)
κυκλικά.