κωμῆτις
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ιδος, fem. of κωμήτης, Ar.Lys.5, Fr.274.
German (Pape)
[Seite 1544] ιδος, ἡ, fem. zu κωμήτης, Dorfbewohnerinn, Poll. 9, 11 u. Sp. – Rachbärinn, Ar. Lys. 5.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
voisine de quartier.
Étymologie: fém. de κωμήτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμῆτις -ιδος, ἡ [κωμήτης] buurvrouw.
Russian (Dvoretsky)
κωμῆτις: ῐδος ἡ жительница того же района, соседка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κωμήτης, Ἀριστοφ. Λυσ. 5, Ἀποσπάσμ. 265.