ματρόρριπτος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
Doric for μητρόρριπτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rejeté par sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ῥίπτω.
German (Pape)
Dor. = μητρόρριπτος.