ματρόρριπτος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Doric for μητρόρριπτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rejeté par sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ῥίπτω.
German (Pape)
Dor. = μητρόρριπτος.