παπύρινος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
η, ον, made of papyrus, (κιβωτός) Inscr.Délos443Bb138 (ii B. C.); σκάφη PLeid.V. 11; βᾶρις Plu.2.358a; σόλια POxy.1742.6 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 467] aus Papyrus gemacht, βᾶρις, Plut. dc Is. et Osir. 18.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de papyrus.
Étymologie: πάπυρος.
Russian (Dvoretsky)
παπύρινος: (ῡ) сделанный из папируса (βᾶρις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παπύρινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ παπύρου, βᾶρις Πλούτ. 2. 358Α.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / παπύρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ πάπυρος
κατασκευασμένος από το φυτό πάπυρος.
Léxico de magia
-ον hecho de papiro de la barca de Helios-Ra ἤτω δὲ κάτω τοῦ λύχνου βᾶρις παπυρίνη que debajo de la lámpara haya una barca de papiro P VII 618 de una mesa λαβὼν κάνθαρον γεγλυμμένον, ὡς ὑπογέγραπται, ἐπὶ παπυρίνης τραπέζης θές toma un escarabajo grabado como abajo se describe y ponlo sobre una mesa de papiro P V 216