σκαλεύς

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλεύς Medium diacritics: σκαλεύς Low diacritics: σκαλεύς Capitals: ΣΚΑΛΕΥΣ
Transliteration A: skaleús Transliteration B: skaleus Transliteration C: skaleys Beta Code: skaleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, hoer, X.Oec.17.12,15.

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui sarcle.
Étymologie: σκάλλω.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλεύς: έως ὁ копатель, полольщик Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεύς: έως, ὁ, (σκάλλω) ὁ σκαλίζων, «τσαπίζων», Ξεν. Οἰκ. 17. 12 καὶ 15.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά του κήπου ή τα σπαρτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαλεύω.

Greek Monotonic

σκᾰλεύς: -έως, ὁ (σκάλλω), αυτός που σκαλίζει, σκαλιστής, σκαφτιάς, σκαπανέας, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκᾰλεύς, έως, ὁ, σκάλλω
a hoer, Xen.