ταινιόπωλις

From LSJ
Revision as of 15:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινιόπωλις Medium diacritics: ταινιόπωλις Low diacritics: ταινιόπωλις Capitals: ΤΑΙΝΙΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: tainiópōlis Transliteration B: tainiopōlis Transliteration C: tainiopolis Beta Code: tainio/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.

German (Pape)

[Seite 1063] ιδος, ἡ, Bandhändlerinn; Eupolis bei Ath. VII, 326 a; Dem. 57, 34.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
marchande de rubans.
Étymologie: ταινία, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

ταινιόπωλις: ιδος ἡ продавщица лент Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ταινιόπωλις: ἡ, ἡ πωλοῦσα ταινίας, ζώνας καὶ τὰ ὅμοια, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 1, Δημ. 1309. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

Greek Monolingual

-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -πωλις, θηλ. του -πώλης].

Greek Monotonic

ταινιόπωλις: ἡ, πωλητής, έμπορος ταινιῶν, σε Δημ.

Middle Liddell

ταινιό-πωλις, ιος, ἡ,
a dealer in ταινίαι, Dem.