τμητοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 16:24, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητοσίδηρος Medium diacritics: τμητοσίδηρος Low diacritics: τμητοσίδηρος Capitals: ΤΜΗΤΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: tmētosídēros Transliteration B: tmētosidēros Transliteration C: tmitosidiros Beta Code: tmhtosi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον, cut down with iron, ὕλη AP14.19.

German (Pape)

[Seite 1123] mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coupé par le fer.
Étymologie: τμητός, σίδηρος.

Russian (Dvoretsky)

τμητοσίδηρος: срубленный железом (ὕλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τμητοσίδηρος: [ῑ] -ον, ὁ σιδήρῳ τμηθείς, σιδηρότμητος, εἶδον ἐγώ ποτε θῆρα δι’ ὕλης τμητοσιδήρου... τρέχοντα Ἀνθ. Π. 14. 19.

Greek Monolingual

-ον, Α
κομμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος.

Greek Monotonic

τμητοσίδηρος: [ῐ], -ον, κομμένος με σίδηρο, σε Ανθ.

Middle Liddell

τμητο-σῐ́δηρος, ον,
cut down with iron, Anth.