φιλόβακχος

From LSJ
Revision as of 16:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόβακχος Medium diacritics: φιλόβακχος Low diacritics: φιλόβακχος Capitals: ΦΙΛΟΒΑΚΧΟΣ
Transliteration A: philóbakchos Transliteration B: philobakchos Transliteration C: filovakchos Beta Code: filo/bakxos

English (LSJ)

ον, loving Bacchus or wine, AP7.222 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 1278] den Bacchus, den Wein liebend, Philodem. 31 (VII, 222).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le vin.
Étymologie: φίλος, Βάκχος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόβακχος: любящий Вакха, т. е. вино Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόβακχος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν Βάκχον ἢ τὸν οἶνον, φῦε κατὰ στήλης, ἱρὴ κόνι, τῇ φιλοβάκχῳ μὴ βάτον, ἀλλ’ ἁπαλὰς λευκοΐων κάλυκας Ἀνθ. Παλατ. 7. 222.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συμπαθεί τον Βάκχο, αυτός που του αρέσει το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Βάκχος.

Greek Monotonic

φῐλόβακχος: -ον, αυτός που αγαπά το Βάκχο ή το κρασί, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλό-βακχος, ον,
loving Bacchus or wine, Anth.