ἀνείσοδος

From LSJ
Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσοδος Medium diacritics: ἀνείσοδος Low diacritics: ανείσοδος Capitals: ΑΝΕΙΣΟΔΟΣ
Transliteration A: aneísodos Transliteration B: aneisodos Transliteration C: aneisodos Beta Code: a)nei/sodos

English (LSJ)

ον, without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: , εἴσοδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείσοδος: неприступный, недоступный (πόλις, αὐλή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.

Greek Monolingual

ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.

Greek Monotonic

ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

without entrance or access, Plut.